- ψυχάρι
- (I)το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μνεοελλ.μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου»)νεοελλ.-μσν.ψυχοπαίδι, δούλοςαρχ.ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. -άρι, -άριο(ν)].————————(II)το, Νμικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. μαν-άρι)].
Dictionary of Greek. 2013.