ψυχάρι

ψυχάρι
(I)
το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ
νεοελλ.
μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου»)
νεοελλ.-μσν.
ψυχοπαίδι, δούλος
αρχ.
ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. -άρι, -άριο(ν)].
————————
(II)
το, Ν
μικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. μαν-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχάρι — το υποκορ. του ψυχή 1. μικρή πεταλούδα. 2. στους Βυζαντινούς, ψυχοπαίδι, δούλος. 3. αγαπημένη ύπαρξη, χαϊδεμένος, κανακάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • бабочка — уменьш. от бабка бабушка . Это образование основано на представлении, что душа умершего продолжает жить в виде бабочки; см. Потебня, РФВ 7, 69; Преобр. 1, 10. Ср. еще русск. диал. душичка бабочка от душа (Горяев, ЭС 8), нов. греч. ψυχάρι бабочка …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • душичка — бабочка , яросл. От душа, подобно нов. греч. ψυχάρι бабочка от ψυχή душа ; см. Потебня, РФВ 7, 69. Ср. бабочка …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ψυχάριον — τὸ, ΜΑ βλ. ψυχάρι …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαρούδα — η, Ν πεταλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχάρι (ΙΙ) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”